Εργασία και μισθοί
Με ιδιαίτερα έντονο και οξύ τρόπο εφαρμόστηκαν αυτές οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές την περίοδο της κρίσης. Η πολιτική που ασκήθηκε από την κυβέρνηση της Δεξιάς και τους θεσμούς (ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ) για την αντιμετώπιση της βαθιάς οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, που στην Κύπρο εκδηλώθηκε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποτέλεσε το όχημα μιας γενικευμένης επίθεσης του κεφαλαίου για την προώθηση της ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις και την απαξίωση της εργασίας.
Το φαινόμενο της απορρύθμισης της εργασίας προσέλαβε εκτεταμένες διαστάσεις με διάφορους τρόπους όπως, τη μη εφαρμογή των συμφωνημένων συλλογικών συμβάσεων εργασίας από όλες τις επιχειρήσεις, την προώθηση προσωπικών συμβολαίων για τους νεοπροσλαμβανόμενους και τους κοινοτικούς εργαζόμενους, την εξωτερική ανάθεση εργασιών (το λεγόμενο outsourcing), την ψευδοαπασχόληση με τη μέθοδο της αγοράς υπηρεσιών (ενός μηχανισμού απασχόλησης που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα).
Αποτέλεσμα αυτής της διαχείρισης ήταν το κόστος της κρίσης να φορτωθεί αποκλειστικά και μόνο στους ώμους των εργαζομένων: οι απολαβές και οι συντάξεις των εργαζομένων δέχτηκαν ένα πρωτοφανές πλήγμα, ενώ δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι βρέθηκαν στην ανεργία και άλλοι οδηγήθηκαν στην υποαπασχόληση ή στην αποδοχή απαράδεκτων όρων και συνθηκών εργασίας.
Οι πραγματικοί μισθοί, μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 2014 είχαν υποστεί μείωση κατά 11%. Στην περίοδο της επιστροφής της κυπριακής οικονομίας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που ακολούθησε, και παρότι οι μισθοί επωφελήθηκαν από τον αποπληθωρισμό και μικρές αυξήσεις, στο μέσο του 2019 οι πραγματικοί μισθοί εξακολουθούν να υστερούν κατά 8% έναντι του 2010.
Τα εισοδήματα της εργατικής οικογένειας έχουν επηρεαστεί και από την αλματώδη αύξηση της ανεργίας ή/και επιδείνωση της ποιότητας της εργασίας. Κατά τη διάρκεια της κρίσης η ανεργία, η μακροχρόνια ανεργία και η ανεργία των νέων, η μερική και προσωρινή απασχόληση, γνώρισαν εκρηκτική αύξηση. Την ίδια περίοδο χιλιάδες εργαζόμενοι εγκαταλείπουν, λόγω απαισιοδοξίας, την προσπάθεια εξεύρεσης εργασίας ή μεταναστεύουν στο εξωτερικό.
Η κατάσταση στην αγορά εργασίας παρουσιάζει βελτίωση. Tο ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 6,7%, ωστόσο παραμένει κατά τρεις μονάδες ψηλότερο από το προ της κρίσης επίπεδο. Οι επιμέρους δείκτες της απασχόλησης παρουσιάζουν επίσης βελτίωση, ωστόσο, και αυτοί δεν έχουν υποχωρήσει στα προ της κρίσης επίπεδα. Ιδιαίτερα υψηλή παραμένει η ανεργία ανάμεσα στους νέους, 20,4%.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω διαδικασιών, κατά τη διάρκεια της κρίσης και εφαρμογής του μνημονιακού προγράμματος, συντελέστηκε μία πρωτόγνωρη μετατόπιση στη διανομή του εθνικού εισοδήματος στον επιχειρηματικό τομέα προς όφελος του κεφαλαίου. Το εισοδηματικό μερίδιο των εργαζομένων, με αφετηρία το 2013 και μέχρι το 2015 μειώθηκε κατά 7,5%, από 55,5% σε 48%. Στη διάρκεια της ανάκαμψης της οικονομίας παρουσιάστηκε μία οριακή μόνο αύξηση του μεριδίου και σταθεροποίηση κάτω από το 50%, γεγονός που υποδηλοί ότι ενδεχομένως να έχει εγκατασταθεί ένα νέο καθεστώς διανομής των εισοδηματικών μεριδίων που ευνοεί τα κέρδη και τα εισοδήματα του κεφαλαίου.