Επικήδειος Γενικού Γραμματέα ΚΕ ΑΚΕΛ Άντρου Κυπριανού για τον Παπαλάζαρο Νεοφύτου
«Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην».
Μακαρία η οδός Παπαλάζαρε για σένα που μια ολόκληρη ζωή πεινούσες και διψούσες και αγωνιζόσουν για δικαιοσύνη.
Είδες τον κόσμο με άλλα μάτια και ας μην βγήκες από τα μεγάλα σχολεία, ας μην κράτησες στα χέρια σου ακριβοπληρωμένα πτυχία.
Γέννημα-θρέμμα της φτωχολογιάς, της βασανισμένης αγροτιάς δούλευες από παιδί. Με ένα κοπάδι και ένα αλέτρι οι γονείς σου προσπαθούσαν να θρέψουν τα οκτώ τους παιδιά.
Η ανομβρία και η τοκογλυφία ρήμαξε τη ζωή της οικογένειας του Παπαλάζαρου και για 6 λίρες χάθηκε όλο το βιός της οικογένειας. Το αλέτρι έμεινε μοναδική τους περιουσία. Ο Παπαλάζαρος στάθηκε όρθιος. Μαχητής ακούραστος. Δουλευτής της γης για να νικήσει την πείνα και την εξαθλίωση.
Ήδη η συνείδηση του άρχισε να πλάθεται. Ποια δικαιοσύνη όριζε να μείνει μια ολόκληρη οικογένεια στο δρόμο; Ποια δικαιοσύνη προόριζε τα πολλά για τους λίγους και τα λίγα για τους πολλούς; Σε όλα αυτά προστέθηκε και ο πόλεμος. «Ήξερα γιατί ήθελα να πάω. Ήθελα να πολεμήσω τον φασισμό» έλεγε ο Παπαλάζαρος. Και το έκανε πράξη. Πήγε εθελοντής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τη λήξη του πολέμου, επέστρεψε, παντρεύτηκε την Αγαθονίκη και έκαναν εννιά παιδιά.
Τα γράμματα ο Παπαλάζαρος τα έμαθε μέσα στην Εκκλησία. Τη ζωή την έμαθε στα χωράφια και στις οικοδομές της Λεμεσού που αναγκάστηκε να δουλεύει για να θρέψει τα παιδιά του. Το 1965 ο κοινοτάρχης του χωριού του τον κάλεσε να αναλάβει την εκκλησία, αφού από παιδί ήταν κοντά της, βοηθούσε τον ιερέα και είχε γίνει ψάλτης. Ο μισθός του στις οικοδομές ήταν περισσότερος από το μισθό του ιερέα. Όμως η αγάπη του για την Εκκλησία, η αγάπη του για το χωριό του τον έπεισαν να χειροτονηθεί και να επιστρέψει.
«Είναι αλήθεια ότι είσαι μέλος του ΑΚΕΛ;» τον ρώτησε τότε ο Γεννάδιος. «Ναι και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει» απάντησε ο Παπαλάζαρος που τους είπε πριν αποδεχτεί την πρόταση να γίνει ιερέας ότι είναι αριστερός και μέλος του ΑΚΕΛ. Υπηρέτησε την Εκκλησία και το Θεό για πάνω από πενήντα χρόνια ως ιερέας τιμώντας το ράσο του με το ίδιο του το παράδειγμα. Υπηρέτησε τα υψηλά ιδανικά της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και της προσφοράς προς τον πλησίον, της αγάπης για τον άνθρωπο.
Ο Παπαλάζαρος αγωνίστηκε να σώσει τον Άνθρωπο, αγωνίστηκε να σώσει τον τόπο, αγωνίστηκε να σώσει το μέλλον της Κύπρου. Γι’ αυτό στέκει πλέον ως σύμβολο στη συνείδηση της Κύπρου και των ανθρώπων της.
Όταν οι χουντικοί μητροπολίτες συνωμοτούσαν εναντίον του Μακαρίου, ο Παπαλάζαρος είδε το κακό που ερχόταν και διάλεξε πλευρά. Επέλεξε τη νομιμότητα και τη δημοκρατία. Διάλεξε το δίκαιο. Ο Κυριάκος του ήταν οικότροφος στη Μητρόπολη και του το είχε πει καθαρά «Παπά έρχεται κάθε μέρα ο Παναγιωτάκος, ο πρέσβης της Ελλάδας και μιλά με τον αρχιμανδρίτη. Ο Γεννάδιος είναι φανατικά εναντίον του Μακαρίου». Τον Κυριάκο τον πήραν σχεδόν μέσα από τα χέρια του όταν επέστρεψε στο σπίτι επιμένοντας ότι τον χρειάζονται στη Μητρόπολη. Ότι θα τον προσέχουν και αυτός θα προσέχει τη Μητρόπολη.
Η ΕΟΚΑ Β’ λυσσομανούσε ενάντια σε κάθε δημοκράτη τότε. Ο Παπαλάζαρος λάμβανε προειδοποιήσεις ότι θα ερχόταν η σειρά του. Τα ανδρείκελα δεν κατάφεραν να τον εντοπίσουν, βρήκαν όμως το γιο του. Με μια σφαίρα στο στόμα σκότωσαν τον Κυριάκο, πριν ακόμα κλείσει τα 17 του χρόνια.
Μέχρι την τελευταία του πνοή ο Παπαλάζαρος αναζητούσε δικαιοσύνη για τη δολοφονία του γιου του.
Ο φάκελος χάθηκε, η υπόθεση έκλεισε, κανένας δεν είδε, κανένας δεν ήξερε, κανένας δεν μπορούσε να βοηθήσει. Ο Παπαλάζαρος ήξερε τον δολοφόνο, τον κατονόμαζε. Ήξερε ότι εμπλεκόταν και σε άλλες δολοφονίες, ότι ήταν μέλος της ΕΟΚΑ Β΄, ότι συνέχιζε να υπηρετεί στην αστυνομία. Συνταξιούχος πλέον σήμερα απολαμβάνει τα ωφελήματα που του παρέχει το κράτος.
«Η Ιστορία αυτού του τόπου έχει γραφτεί με το αίμα των παιδιών μας» φώναζε από το βήμα των συλλαλητηρίων ο Παπαλάζαρος. Και έστρεφε τη θύμηση μας στην προδοσία, στην εισβολή, στο κακό που έσπειραν οι προδότες της Κύπρου.
Δεν δίστασε μαζί με άλλους να πιάσει τα όπλα όταν ξημέρωσε η μαύρη μέρα του πραξικοπήματος, για να υπερασπιστεί τη Δημοκρατία. Όταν τον ρώτησαν πως γίνεται ένας ιερέας να παίρνει το όπλο, απάντησε σταράτα «για να υπερασπιστώ τη δημοκρατία, το χωριό, την οικογένεια μου».
Αυτή την παλικαριά κληρονόμησε και στα παιδιά του. Ο Σωτήρης του, δε δίστασε να βγει μπροστά και να αντισταθεί. Παλικαρίσια αντιστάθηκε στην ΕΟΚΑ Β΄. Όταν έφτασε η ώρα, όταν ξεκίνησε η εισβολή, δε διανοήθηκε να κάνει πίσω. Τέτοιους λεβέντες ανάγιωσε ο Παπαλάζαρος. Έτρεξε να υπερασπιστεί την πατρίδα και όταν η σφαίρα τον διαπέρασε ο αντισυνταγματάρχης Κατερινάκης φώναξε στους άλλους «γρήγορα να τον πάρετε στο νοσοκομείο, γιατί αν και κομμουνιστής πολέμησε σαν λιοντάρι». Κωμικοτραγικοί μέσα στη μικρόνοια τους, ούτε την ώρα του μεγάλου κακού δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι οι κομμουνιστές ήταν εκείνοι που την ώρα του κακού έμπαιναν πάντα μπροστά. Έτρεξαν, δίχως δεύτερη σκέψη, άοπλοι και προδομένοι να δώσουν τη μάχη για την πατρίδα. Την ώρα που άλλοι κρύβονταν στα μετόπισθεν, λούφαζαν στα νοσοκομεία και στα γραφεία, οι «Παπαλάζαροι», οι κομμουνιστές έδιναν ζωή για να γλυτώσει η Κύπρος.
Ο Παπαλάζαρος και η Αγαθονίκη έδωσαν δύο παιδιά θυσία για τον τόπο. Ήπιαν το πικρό ποτήρι, το πικρότερο που μπορεί να πιεί άνθρωπος σε αυτή τη ζωή. Όμως δεν άφησαν την πίκρα τους να γίνει δηλητήριο. Την έκαναν δύναμη, την έκαναν συνείδηση, την έκαναν αγώνα για την Κύπρο και τον τόπο. Δικαιολογημένα τα παιδιά και τα εγγόνια τους σήμερα νιώθουν περήφανα για τους σπουδαίους γονείς τους.
«Να λυθεί το Κυπριακό, να μεν κλάψουν άλλοι γονιοί», έλεγε ο Παπαλάζαρος. Αυτό είναι το χρέος μας και σήμερα. Να συνεχίσουμε. Να δυναμώσουμε τον αγώνα, ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι για να κλείσουμε τις πληγές, για να επανενώσουμε τον τόπο μας. Να δικαιώσουμε το αίμα του Κυριάκου, τη θυσία του Σωτήρη, να τιμήσουμε τη μνήμη του Παπαλάζαρου και της Αγαθονίκης παλεύοντας για την Κύπρο και το λαό μας.
Έφυγες Ιούλη Παπαλάζαρε. Το μήνα που έκαψαν την ψυχή σου. Το μήνα που έκαψαν την Κύπρο. Έφυγες Ιούλη και η μνήμη σου θα γίνει τώρα χέρι που θα μας φέρνει όλους εδώ για να μην ξεχνούμε. Για να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχει δολοφονία χωρίς δολοφόνους, προδοσία χωρίς προδότες. Για να μη σταματήσουμε να ζητούμε στη θέση σου δικαιοσύνη για τον Κυριάκο, δικαίωση για τον Σωτήρη, δροσιάν τζιαι ποσπασιάν για τούτον τον τόπο.
Κοιμήσου εν ειρήνη Παπαλάζαρε. Είσαι ένα σύμβολο. Και τα σύμβολα δεν πεθαίνουν. Αντί να σβήσεις, έφεξες! Κάτω από το ράσο σου θα μένει ολοζώντανο το φλογερό παράδειγμα σου για τις επόμενες γενιές.
Θα λέμε Παπαλάζαρος και θα αντηχεί παντού η αγωνία αυτού του τόπου για ζωή.
Θα λέμε Παπαλάζαρος και θα αντηχεί το «δεν θα περάσει ο φασισμός».
Θα λέμε Παπαλάζαρος και θα αντηχεί παντού το «δεν ξεχνώ».
Θα λέμε Παπαλάζαρος και θα αντηχεί παντού ο ανυπόταχτος αγώνας ενός λαού για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη.
Θα λέμε Παπαλάζαρος και θα αντηχεί παντού πως η Κύπρος ανήκει στο λαό της.
Θα λέμε Παπαλάζαρος και θα τραβούμε μπροστά!
Καλό Ταξίδι.