Οι διεκδικήσεις των εργαζομένων για ρυθμισμένες εργασιακές σχέσεις
Στην Κύπρο, με την κορύφωση της κρίσης και με την άνοδο στην εξουσία της κυβέρνησης της δεξιάς με νεοφιλελεύθερη πολιτική στα εργασιακά και κοινωνικά θέματα, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων επιταχύνθηκε ραγδαία. Καθοριστικός παράγοντας σ’ αυτή την κατεύθυνση ήταν και η συμφωνία του Νίκου Αναστασιάδη με το Eurogroup και η υπογραφή του μνημονίου με την Τρόικα.
Με το μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων και την εκτόξευση της ανεργίας, το Συνδικαλιστικό κίνημα υποχρεώθηκε σε τακτική οργανωμένης υποχώρησης. Κύριο μέλημα ήταν να παραμείνουν ζωντανές οι συλλογικές συμβάσεις και να αποφευχθεί ο ορατός κίνδυνος μιας άτακτης υποχώρησης, έξω από τον έλεγχο του Συνδικαλιστικού κινήματος.
Από το 2015 και μετά το Κίνημα έχει περάσει στην αντεπίθεση και διεκδικεί αποφασιστικά επαναφορά όσων έχουν παραχωρηθεί και δικαιότερη ανακατανομή του παραγόμενου πλούτου. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέσα σ’ αυτές τις αντίξοες συνθήκες, μαζί με την ΠΕΟ, είχαμε λόγω της σθεναρής μας στάσης και σημαντικές επιτυχίες, οι οποίες πρέπει να καταγράφονται. Εκτός από τη διατήρηση των συμβάσεων και τη συνέχιση της λειτουργίας του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων, καταφέραμε να εμποδίσουμε την ιδιωτικοποίηση της CYTA και της ΑΗΚ. Καταφέραμε επίσης να διασώσουμε τον θεσμό της ΑΤΑ, έστω και προσωρινά κουτσουρεμένης, με προοπτική να τον επαναφέρουμε πλήρως.
Η κατάσταση των εργασιακών σχέσεων
Το σύστημα εργασιακών σχέσεων της Κύπρου, το οποίο ιστορικά βασίστηκε στη υψηλή συνδικαλιστική πυκνότητα και οργάνωση που οδηγούσε σε ρύθμιση των όρων απασχόλησης μέσα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και στην παρέμβαση του κράτους με τη νομοθετική κατοχύρωση βασικών εργασιακών δικαιωμάτων (κοινωνική ασφάλιση, ετήσια άδεια, χρόνος εργασίας, ίση αμοιβή κ.λπ.) άρχισε να ανατρέπεται τα τελευταία χρόνια. Αρχικά, κυρίως ως αποτέλεσμα αλλαγών στη σύνθεση της απασχόλησης: αφενός μείωση της απασχόλησης στους παραδοσιακούς κλάδους του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα και αφετέρου διόγκωση της απασχόλησης σε τομείς με χαμηλή συνδικαλιστική εκπροσώπηση (π.χ. εμπόριο) ή με την ανάδυση νέων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας, όπου το συνδικαλιστικό κίνημα αδυνατούσε να διεισδύσει. Τα τελευταία χρόνια όμως, αυτή η ανατροπή επιτείνεται λόγω της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού και των ιδεολογικών αφηγημάτων που τον συνοδεύουν.
Όπως σε όλη την Ευρώπη και στον κόσμο γενικότερα, έτσι και στην Κύπρο το κεφάλαιο και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι χρησιμοποίησαν την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνέχεια στη ζώνη του Ευρώ, καθώς και την αλματώδη αύξηση της ανεργίας, για να υποσκάψουν τη ρύθμιση και προστασία της εργασίας μέσα από τις συλλογικές συμβάσεις. Προώθησαν την ευελιξία στην απασχόληση και νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας για να πλήξουν το συνδικαλισμό των εργαζομένων με τον εκφοβισμό των εργαζομένων και την απαξίωση της συλλογικής διεκδίκησης και του συλλογικού αγώνα.
Αυτές οι εξελίξεις έχουν οδηγήσει στη συρρίκνωση του ποσοστού συμμετοχής σε συνδικαλιστικές οργανώσεις -που σήμερα κυμαίνεται γύρω στο 50% και κατά συνέπεια στην ανατροπή του ισοζυγίου δυνάμεων. Ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων, ιδιαίτερα νέων εργαζομένων, έχουν αποξενωθεί από τη διαδικασία της συλλογικής διεκδίκησης με αποτέλεσμα να στερούνται βασικών εργασιακών δικαιωμάτων και προστασίας και να αμείβονται με χαμηλούς μισθούς.
Μέσα στην κρίση, οι εργοδοτικοί σύνδεσμοι συνεπικουρούμενοι από την κυβέρνηση επανέφεραν και το θέμα της νομοθετικής ρύθμισης του δικαιώματος της απεργίας στις ουσιώδεις υπηρεσίες. Η προσπάθεια τερματίστηκε, λόγω της σθεναρής αντίστασης του Κόμματός μας και όλου του συνδικαλιστικού κινήματος. Η πρόθεση, όμως, αν και αδρανής παραμένει ζωντανή.
Όμως, το σύστημα εργασιακών σχέσεων που λειτουργεί για δεκαετίες, έχει ως βασική προϋπόθεση την ισορροπία ισχύος μεταξύ συνδικάτων και εργοδοτικών συνδέσμων. Από τη στιγμή που αυτή η ισορροπία ισχύος έχει δραστικά ανατραπεί σε βάρος της εργασίας, η πολιτεία οφείλει να στηρίξει τα εργασιακά δικαιώματα με θεσμικά και νομοθετικά μέτρα, ώστε να κατοχυρωθεί ότι οι συλλογικές συμβάσεις όχι μόνο θα συνομολογούνται αλλά και θα εφαρμόζονται από όλους.