Κυπριακό
Σχεδόν μισό αιώνα, από την παράνομη τουρκική εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή, το Κυπριακό, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο κυπριακός λαός στο σύνολό του, παραμένει άλυτο. Το Κυπριακό είναι πρωτίστως διεθνές πρόβλημα εισβολής, κατοχής, παράνομου εποικισμού, εθνικού ξεκαθαρίσματος και ξένων επεμβάσεων. Ταυτόχρονα το πρόβλημα έχει και την εσωτερική του πτυχή, που αφορά τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων και την επιδιωκόμενη ομοσπονδιακή πολιτειακή δομή της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η κατοχική Τουρκία συνεχίζει να παραβιάζει απροκάλυπτα την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συνεχίζει να καταπατά βασικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου, του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, σωρεία ψηφισμάτων και αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας, τις αρχές και αξίες στις οποίες εδράζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες του συνόλου του κυπριακού λαού.
Το Κυπριακό πρέπει να λυθεί μέσα στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, των Συμφωνιών Υψηλού Επιπέδου 1977 και 1979, των ομόφωνων αποφάσεων του Εθνικού Συμβουλίου, του Διεθνούς Δικαίου, των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών. Στρατηγικός στόχος παραμένει η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως αυτή περιγράφεται στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η ομοσπονδιακή Κύπρος θα αποτελεί συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, ένα κράτος με μια και μόνη κυριαρχία, μια διεθνή προσωπικότητα και μια ιθαγένεια. Παράλληλα, η λύση πρέπει να είναι λειτουργική και βιώσιμη. Θα πρέπει να διασφαλίζει την αποστρατιωτικοποίηση, την ενότητα της χώρας και του λαού, την κοινή οικονομική πρόοδο και ανάπτυξη, καθώς και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών όλων των Κυπρίων, περιλαμβανομένου του δικαιώματος των προσφύγων για επιστροφή και τερματισμού του εποικισμού. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις για τους μελλοντικούς κοινούς, ταξικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων εργαζομένων.
Από την πρώτη στιγμή της εκλογής Αναστασιάδη, το 2013, είχαμε προειδοποιήσει ότι η πρόθεσή του για διαπραγμάτευση από μηδενική βάση εγκυμονούσε σοβαρότατους κινδύνους. Δυστυχώς δεν εισακουστήκαμε. Ως εκ τούτου, οδηγηθήκαμε στην επαναφορά απαράδεκτων θέσεων, από την τουρκοκυπριακή πλευρά, οι οποίες είχαν προηγούμενα αποκλειστεί με τις συγκλίσεις Χριστόφια- Ταλάτ. Όταν το 2014 στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας αναδείχθηκε ο Ακιντζί, ο οποίος αποφάσισε τον τερματισμό της πολιτικής Έρογλου και δήλωσε ότι θα προχωρούσε με τις συγκλίσεις, ο κ. Αναστασιάδης ανταποκρίθηκε. Τότε σημειώθηκε πρόοδος στις συνομιλίες, έστω και μέσα από εκατέρωθεν παλινδρομήσεις. Όλα αυτά αποτέλεσαν σημεία συζήτησης κατά τη διάρκεια του 22ου Συνεδρίου του ΑΚΕΛ.
Στο χρόνο που μεσολάβησε, μέχρι σήμερα, ακολούθησαν σημαντικές εξελίξεις. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η εγκατάλειψη, από τον Τουρκοκύπριο ηγέτη το Νοέμβριο του 2016, της πάγιας, μέχρι τότε, θέσης των Τουρκοκυπρίων, για κλείσιμο των 4 κεφαλαίων της εσωτερική πτυχής, προτού συζητηθεί κατά ουσιαστικό τρόπο σε ένα τελικό στάδιο το εδαφικό και ακολούθως πραγματοποιηθεί η διάσκεψη για την ασφάλεια. Αυτή η αλλαγή στάσης οδήγησε στην πραγματοποίηση των δύο συναντήσεων στο Μοντ Πελεράν. Ενώ εκεί φτάσαμε σε ακτίνα σύγκλισης στα ποσοστά εδάφους, με απόκλιση μόνο 1%, η προσπάθεια απέτυχε, οπόταν και σηματοδοτήθηκε μια ραγδαία επιδείνωση στις διαπραγματεύσεις.
Την 1η Δεκεμβρίου 2016, οι δύο ηγέτες κατέληξαν σε καθορισμό Διάσκεψης με παρουσία του ΟΗΕ, της ΕΕ ως παρατηρητή, των 3 εγγυητριών δυνάμεων και των δύο κοινοτήτων. Πολύ έγκαιρα, ως ΑΚΕΛ, είχαμε ενημερώσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τις δικές μας απόψεις, αναφορικά με τη μορφή της Διάσκεψης, ότι δηλαδή θεωρούμε αναγκαία την συμμετοχή των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, οι οποίες όμως δεν εισακούστηκαν. Έτσι οδηγηθήκαμε στη διεξαγωγή της Διάσκεψης στη Γενεύη, όπου αποδείχτηκε ότι δεν είχε προηγηθεί σωστή προετοιμασία. Ακολούθησε συνάντηση τεχνοκρατών με στόχο την προετοιμασία της επόμενης φάσης της Διάσκεψης για το Κυπριακό, η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά μερικούς μήνες μετά, στο Κραν Μοντανά.
Οι συνομιλίες στο Κραν Μοντανά διεξήχθησαν σε δύο τραπέζια. Στο ένα πραγματοποιήθηκε η Διάσκεψη, με τη μορφή που είχε και στη Γενεύη και στο δεύτερο γίνονταν οι συνομιλίες ανάμεσα στις δύο κοινότητες, για τα εναπομείναντα βασικά εσωτερικά ζητήματα. Η συναντίληψη που υπήρχε ήταν ότι η διεξαγωγή των συνομιλιών στα δύο τραπέζια θα ήταν ταυτόχρονη, και άρα πακετοποιημένη. Οι συνομιλίες στο Κραν Μοντανά, που ξεκίνησαν στις 29 Ιουνίου, έληξαν με ανακοίνωση για τον τερματισμό τους από το ΓΓ του ΟΗΕ στις 6 Ιουλίου, μετά από ένα πολύωρο και επεισοδιακό δείπνο. Αναφορικά με τον τερματισμό τους, έχουμε ενώπιόν μας δύο διαμετρικά αντίθετα αφηγήματα. Αυτό του Αναστασιάδη, που υποστηρίζει ότι η τελική θέση της Τουρκίας ήταν η συνέχιση της Συνθήκης Εγγύησης και των επεμβατικών δικαιωμάτων. Από την άλλη, ο ΓΓ του ΟΗΕ στην Έκθεση του Σεπτεμβρίου 2017 υποστηρίζει ότι στο Κραν Μοντανά χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία, για να καταλήξουν οι πλευρές σε στρατηγική συναντίληψη και αποενοχοποιεί την Τουρκία, καταγράφοντας ότι όλες οι εγγυήτριες δυνάμεις πήγαν στην Ελβετία έτοιμες να εξεύρουν αμοιβαία αποδεκτές λύσεις στα ζητήματα ασφάλειας και εγγυήσεων. Ο ΓΓ του ΟΗΕ επιρρίπτει τις ευθύνες στους ηγέτες των δύο κοινοτήτων.
Στην ίδια Έκθεση ο ΓΓ του ΟΗΕ δείχνει το δρόμο για να επιτευχθεί η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Ζητά από τους δύο ηγέτες να αποφασίσουν από κοινού ότι θα προχωρήσουν σε μια διαδικασία που να έχει νόημα, καθορίζοντας και τι εννοεί: να συνεχιστεί η προσπάθεια από εκεί που είχε μείνει στο Κραν Μοντανά. Στο ουσιαστικό της μέρος να επαναβεβαιωθούν οι συγκλίσεις που είχαν επιτευχθεί όλα αυτά τα χρόνια και το Πλαίσιο Γκουτέρες. Στο δε διαδικαστικό μέρος, να συνεχιστεί η πακετοποιημένη διαπραγμάτευση των έξι εκκρεμούντων θεμάτων.
Στο Πλαίσιο Γκουτέρες, εκείνο που γέρνει την πλάστιγγα είναι η ξεκάθαρη θέση του ΓΓ για κατάργηση των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων, η αποχώρηση όλων των κατοχικών στρατευμάτων σε μικρό χρονικό διάστημα και με μόνο θέμα να εκκρεμεί, τα αγήματα της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ. Όσον αφορά τα θέματα της εσωτερικής πτυχής, ο ίδιος διαπιστώνει ότι είχαμε φτάσει πολύ κοντά σε επίλυσή τους.
Πέραν του Πλαισίου των έξι σημείων, κατά τη διάρκεια του καταληκτικού δείπνου στο Κραν Μοντανά, ο ΓΓ παρουσίασε άτυπο έγγραφο για το μηχανισμό εφαρμογής της λύσης. Ένα μηχανισμό, που αναθέτει την ευθύνη εφαρμογής στον ΟΗΕ και δίνει μόνο συμβουλευτικό ρόλο στους εγγυητές. Γεγονός που εξηγεί και τη θετική στάση της ελληνικής πλευράς για αυτό το έγγραφο.
Μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά, το οποίο συνοδεύθηκε με αποενοχοποίηση της Τουρκίας, ακολούθησε η πλήρης αποθράσυνση της Άγκυρας, με αποκορύφωμα τις προκλητικές και παράνομες δραστηριότητές της στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις έκνομες μεθοδεύσεις στην Αμμόχωστο. Δυστυχώς, το ναυάγιο του Κραν Μοντανά είχε και άλλες παρενέργειες. Χάθηκε πλήρως η εμπιστοσύνη μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων, οι οποίοι στη συνέχεια επιδόθηκαν σε αρνητική ρητορική και προσπάθεια επίρριψης ευθυνών. Επιπρόσθετα, πλήγηκε η πίστη τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων ότι είναι εφικτή η λύση. Και στις δύο κοινότητες, αυτή η κατάσταση ευνοεί την ενίσχυση του εθνικισμού και των δυνάμεων που φλερτάρουν ολοένα και περισσότερο με την ιδέα της οριστικής διχοτόμησης.
Εδώ και δύο περίπου χρόνια, ο Αναστασιάδης δηλώνει πρόθεση για κατάθεση «νέων ιδεών» και όπως ήταν αναμενόμενο ο ΓΓ του ΟΗΕ απάντησε ότι αν υπάρχουν τέτοιες ιδέες θα πρέπει προηγουμένως να συμφωνηθούν από τους δύο ηγέτες, με την αίσθηση του επείγοντος, και ακολούθως να απευθυνθούν στον ίδιο για τα περαιτέρω. Ταυτόχρονα, αυτό επέτρεψε στην Τουρκία να ζητά από την ελληνοκυπριακή πλευρά να τοποθετηθεί, ως προς το κατά πόσο θέλει λύση ομοσπονδίας, συνομοσπονδίας ή δύο χωριστών κρατών. Έτσι προέκυψαν οι «όροι αναφοράς» και οι προσπάθειες της κ. Λουτ, για κατάληξη σε αυτούς, οι οποίες μέχρι στιγμής δεν έχουν καταλήξει σε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το τελευταίο διάστημα και οι δύο ηγέτες δέχονται φραστικά, ως όρους αναφοράς, την Κοινή Διακήρυξη του 2014, τις συγκλίσεις που είχαν επιτευχθεί μέχρι και το Κραν Μοντανά και το Πλαίσιο Γκουτέρες της 30ης Ιουνίου. Προκύπτει το ερώτημα τι είναι εκείνο που παρεμποδίζει μέχρι στιγμής την κατάληξη σε όρους αναφοράς. Το πρόβλημα είναι ότι η φραστική αποδοχή των πιο πάνω δεν συνοδεύεται με πραγματική αποδοχή τους. Όλες οι νέες ιδέες του κ. Αναστασιάδη επανανοίγουν συγκλίσεις και ως εκ τούτου δεν συνάδουν με το Πλαίσιο του ΓΓ του ΟΗΕ. Ακόμη και τη μόνη ιδέα Αναστασιάδη, που συζητά η τουρκοκυπριακή πλευρά, που είναι η αποκεντρωμένη ομοσπονδία, δεν την έχει συγκεκριμενοποιήσει μέχρι στιγμής. Τις υπόλοιπες «ιδέες» τις απορρίπτει άνευ συζήτησης ο κ. Ακιντζί. Δηλαδή, τη συρρίκνωση της μίας θετικής ψήφου στο Υπουργικό Συμβούλιο σε θέματα μόνο ζωτικής σημασίας και την πρόταση για κοινοβουλευτικό πολίτευμα, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης τις απορρίπτει. Ο κ. Ακιντζί εμμένει σε μία θετική ψήφο σε όλα τα όργανα του ομοσπονδιακού κράτους, ακόμη και σε δευτερεύοντα, κάτι που επίσης βρίσκεται σε αντίθεση με το Πλαίσιο Γκουτέρες.
Η ανακάλυψη αποθεμάτων φυσικού αερίου, από την Κυπριακή Δημοκρατία, εντάσσει την Κύπρο στις χώρες με ενεργειακή αξία και ταυτόχρονα την τοποθετεί σε ένα πεδίο έντονων ανταγωνισμών και αντιθέσεων. Το ΑΚΕΛ, θεωρεί ότι οι συνεργασίες και οι ενεργειακές συμμαχίες της Κύπρου, πρέπει να έχουν ως γνώμονα, όχι την εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων, αλλά του πραγματικού συμφέροντος του λαού μας. Να συντείνουν στην ειρήνη και τη συνεργασία των λαών στην περιοχή, στη σταθερότητα που θα συμβάλει στην ευημερία. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ενεργειακοί σχεδιασμοί της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την αξιοποίηση του φυσικού αερίου, ως καταλύτη για συνολική επίλυση του Κυπριακού.
Ανάμεσα στις συγκλίσεις Χριστόφια- Ταλάτ περιλαμβανόταν και συμφωνία στο θέμα των θαλάσσιων ζωνών, για τις οποίες προβλεπόταν ότι θα συνιστούν ομοσπονδιακή αρμοδιότητα. Το ίδιο ισχύει για την οριοθέτηση και επίλυση διαφορών με γειτονικά κράτη. Όλα αυτά θα γίνονται σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, που θα περιλαμβάνεται στον κατάλογο των διεθνών συνθηκών της ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε συνδυασμό με τη σύγκλιση για την κατανομή των ομοσπονδιακών εσόδων από τους φυσικούς πόρους, η εκμετάλλευση των οποίων επίσης εμπίπτει στις ομοσπονδιακές αρμοδιότητες, καθίσταται ξεκάθαρο ότι με τη λύση του Κυπριακού το θέμα του φυσικού αερίου θα είναι βασικά λυμένο.
Το ΑΚΕΛ, εμμένει στη θέση ότι η ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνιστά ένα νέο σοβαρό κίνητρο για λύση τόσο για τις δύο κοινότητες, όσο και για την ίδια την Τουρκία. Οι μεν Τουρκοκύπριοι μόνο με τη λύση θα μπορούν να απολαμβάνουν και αυτοί τα οφέλη που θα προκύψουν, οι δε Ελληνοκύπριοι χρειάζονται ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον που θα επιτρέψει απρόσκοπτη αξιοποίηση του πολύτιμου αυτού αγαθού. Κατ’ ανάλογο τρόπο θα μπορεί να επωφεληθεί και η Τουρκία με τη λύση του Κυπριακού. Μετά τη λύση θα μπορεί να αρχίσει διαπραγμάτευση της ομοσπονδιακής Κυπριακής Δημοκρατίας με την Τουρκία, για οριοθέτηση της ΑΟΖ και να συζητηθεί η δυνατότητα αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου προς την Τουρκία με κριτήριο την οικονομική βιωσιμότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Το ΑΚΕΛ πάντα υπογράμμιζε ότι το πραγματικό δίλημμα σε σχέση με το Κυπριακό είναι ανάμεσα στην ομοσπονδία και μιας μορφής διχοτόμηση. Σήμερα, που συζητούνται διάφορες ιδέες πέραν της ομοσπονδίας, κανείς δεν κάνει αναφορά σε ενιαίο κράτος. Όλοι μιλούν για συνομοσπονδία ή δύο χωριστά κράτη. Συνεπώς, όσοι καλόπιστα ή μη συζητούσαν για ενιαίο κράτος, πρέπει σήμερα να επιλέξουν ανάμεσα στο πραγματικό δίλημμα. Όλα τα συνομοσπονδιακά μορφώματα έχουν καταρρεύσει από το 19ο αιώνα και όχι τυχαία, με κάποιες αποτυχημένες και βραχύβιες προσπάθειες επαναφοράς τους. Η συνομοσπονδία δεν διαφέρει από τα δύο χωριστά κράτη, αφού συνιστά μορφή διακρατικής συνεργασίας σε αυστηρά καθορισμένα θέματα και τίποτα πέραν τούτου.
Η διχοτόμηση, όποια μορφή κι αν πάρει, για το ΑΚΕΛ δεν συνιστά επιλογή. Διχοτόμηση σημαίνει, σε τελευταία ανάλυση, χερσαία σύνορα με την Τουρκία, απώλεια του 37% των εδαφών και του 60% της ακτογραμμής (άρα και μεγάλου μέρους της ΑΟΖ) της Κυπριακής Δημοκρατίας, σημαίνει παραμονή των κατοχικών στρατευμάτων και των εποίκων, χωρίς κανένα έλεγχο στη μελλοντική τους ροή. Σημαίνει, επίσης, τη μη επιστροφή εδαφών και περιουσιών, σημαίνει πλήρη αφομοίωση των Τουρκοκυπρίων από την Τουρκία και άρα εξαφάνισή τους ως διακριτή κοινότητα. Σημαίνει σε τελική ανάλυση διαρκή κίνδυνο πλήρους κατάληψης της Κύπρου από την Τουρκία. Η λύση της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ, είναι ως εκ τούτου ο μοναδικός τρόπος για απελευθέρωση και επανένωση του νησιού και του λαού μας.
Όλα αυτά καταδεικνύουν την αδήριτη ανάγκη για άμεση εγκατάλειψη των παλινδρομήσεων και αντιφάσεων του Προέδρου Αναστασιάδη, για συνέπεια στην βάση λύσης του Κυπριακού, καθώς και ετοιμότητα, στην πράξη και όχι στα λόγια, για συνέχιση της διαπραγματευτικής διαδικασίας, από εκεί που είχε μείνει και με τον τρόπο που εισηγείται ο ΓΓ του ΟΗΕ. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι απαραίτητη η εντατικοποίηση των επαφών στην έδρα του ΟΗΕ, με όλα τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, καθώς επίσης και στην ΕΕ. Η ανάληψη πρωτοβουλιών για αναστροφή του αρνητικού κλίματος στις δύο κοινότητες, περιλαμβανομένης της εγκατάλειψης της αρνητικής ρητορικής και της αλληλοεπίρριψης ευθυνών από τους δύο ηγέτες, είναι ιδιαίτερα σημαντική, όπως τονίζεται και από τον ΓΓ του ΟΗΕ σε σειρά Εκθέσεων. Όσον αφορά το ΑΚΕΛ, θα συνεχίσει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες εντός και εκτός Κύπρου με στόχο την επανέναρξη των συνομιλιών και τη διάνοιξη της προοπτικής λύσης στη βάση των συμφωνηθέντων.